- ἁλιναιέτης
- ἁλῐ-ναιέτης, ου,A dwelling in the sea,
δελφῖνες B.16.97
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελφῖνες B.16.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιναιέτης — ἁλιναιέτης, ο (Α) αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + ναιέτης < ναίω*, ναιετῶ* «κατοικώ, διαμένω»] … Dictionary of Greek
ἁλιναιέται — ἁλιναιέτης dwelling in the sea masc nom/voc pl ἁλιναιέτᾱͅ , ἁλιναιέτης dwelling in the sea masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek